Για σου, φίλε!

Για σου, φίλε!
Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι και τα χειραγωγημένα από το Σύστημα ανθρωπόμορφα ζόμπι νομίζουν ότι τα κόμματα, οι οργανώσεις, τα κανάλια και οι εφημερίδες διαφέρουν ένα από το άλλο. Διαφέρουν μόνο στην ονομασία και όχι στην ουσία. Ξεγυμνώστε τους και θα δείτε ότι είναι σαν δίδυμα αδέλφια. Γεννήθηκαν από την ίδια μάνα – την ιουδαϊκή ιδεολογία, έχουν τον ίδιο πατέρα – το ιουδαϊκό χρήμα. Γ’ αυτό δεν είναι ανάγκη να καταναλώνουμε την γουρουνοτροφή που μας πασάρουν τα κόμματα και τα ΜουΜου«Ε».... ...Ξυπνάμε, σκουπίζουμε τα μάτια μας, σηκωνόμαστε από τα γόνατα, πετάμε τις αλυσίδες μας και ορθώνουμε το ανάστημα. ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ Η ΝΑ ΣΕΡΝΟΜΑΣΤΕ ;

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ανδρέας Παναγίδης, Στέλιος Μαυρομμάτης: Αθάνατοι


Εκείνη την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 1956, στο αντάρτικο λημέρι όπου βρισκόταν ο Παλληκαρίδης έγραψε για τους Τρεις το ποίημά του υπό τον τίτλο «Το τελευταίο Τρίο απαγχονισμού». Ξάδελφος του Παλληκαρίδη ήταν ο ένας από το «Τρίο», ο Μαυρομμάτης. Τους στίχους (πλην των τριών τελευταίων λέξεων) μελοποίησε στις μέρες μας ο Μιχ. Χριστοδουλίδης και είναι το τραγούδι «Ποτέ δεν θα πεθάνουνε», στο δίσκο «Των Αθανάτων», του Νταλάρα με τη Διάσταση και το Γ. Δημοσθένους: «…Και να! Κτυπούνε πένθιμα, κάθε χωριού καμπάνες. Κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί τους κι όλη γη. Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε. Λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή: Ποτέ δεν θα πεθάνουνε όσοι πεθάναν σήμερα. Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα, στο ελληνικό νησί…».

Για τους τρείς ήρωές μας έγραψε και ο Κώστας Μόντης:

Πού τρέχουν όλοι αυτοί,
γιατί τόση αναταραχή
για να σκοτώσουν τρία παιδικά χαμόγελα !
Γιατί φοβούνται πως είναι τόσο δύσκολο
να σκοτώσουν αυτά τα χαμόγελα;

Ήταν εκείνης της μέρας το τελευταίο φως που είδαν στη ζωή τους. Όσο μπόρεσαν να δουν μέσα από τα κατάκλειστα, σιδερόφρακτα, κελιά των μελλοθανάτων. Ανάμεσα στο κτήριο της αγχόνης και στο μικρό κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας. Πριν από το χάραμα της Παρασκευής έγιναν οι ίδιοι φως. Άσβεστο για πάντα φως ελληνικό.


Το φως της επόμενης μέρας, της Παρασκευής, 21ης Σεπτεμβρίου 1956, δεν πρόλαβαν να το δουν. Προτού χαράξει η αυγή, τους κρέμασαν. Πριν το χάραμα κουβάλησαν εκεί τον Παπάντωνη να τους ψάλλει μόνος συνοπτικά τη νεκρώσιμη ακολουθία. Πριν από το πρώτο φως τούς κατέβασαν στους τάφους της φυλακής. Τα φυλακισμένα μνήματα. Πρώτος δεξιά δίκλινος τάφος: Μαζί ο Παναγίδης κι ο Κουτσόφτας. Δίπλα μονόκλινος για τον Μαυρομμάτη. Ήσαν, ήδη, εκεί, άλλοι πέντε συγκάτοικοι. Ο Μιχαλάκης Καραολής κι ο Ανδρέας Δημητρίου, από τις 10 Μαΐου, ο Ανδρέας Ζάκος με τον Χαρίλαο Μιχαήλ και τον Ιάκωβο Πατάτσο από τις 9 Αυγούστου 1956. Θα ‘φερναν, τον επόμενο χρόνο, άλλους τέσσερις: Τον Μάρκο Δράκο, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη και τον Στυλιανό Λένα. Και τον μεθεπόμενο χρόνο, Νοέμβριο του ’58, τον 13ον και τελευταίο συγκάτοικο, τον Κυριάκο Μάτση, στα Φυλακισμένα Μνήματα των ενδόξων και πανευφήμων της ΕΟΚΑ αρχαγγέλων της Λευτεριάς, που θυσιάστηκαν αγωνιζόμενοι κατά της βρετανικής σκλαβιάς για την Ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα.

Οι ήρωες Κουτσόφτας και Παναγίδης ήταν φίλοι αληθινοί. Ο Κουτσόφτας μπορούσε να τρέξει και να σωθεί, προτίμησε όμως να βοηθήσει το φίλο του, που δεν μπορούσε να τρέξει. Κοινή η πορεία τους, η φυλάκιση, η δίκη, η αγχόνη. Μαζί τους στο τελευταίο στάδιο προστέθηκε και ο Στέλιος Μαυρομμάτης από τη Λάρνακα της Λαπήθου.

Μ Ε Σ Α Ν Υ Χ Τ Α της Πέμπτης και κάτι, πάνε και τους τρεις σιδηροδέσμιους στην αγχόνη. Τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο. Και μόλις τον ολοκληρώνουν, χωρίς ανάσα, τον ξαναρχίζουν. Ώσπου ο απαίσιος γδούπος της καταπακτής της αγχόνης έκοψε στη μέση την επανάληψη τού «και σαν πρώτ’ ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά»… Σαν αύριο, πριν από πενήντα ένα χρόνια.

«Παρασκευά, δεν θέλω να μαραζώνεις διότι θα μας κρεμάσουν. Πεθαίνω μόνο για ένα σκοπό. Δεν θα δω την Κύπρο ελεύθερη, αλλά προσέφερα το αίμα μου για να τη δουν οι νέες γενεές τής Κύπρου ελεύθερη…».

Τα πιο πάνω λόγια ανήκουν στον ήρωα Ανδρέα Παναγίδη. Εκείνος ο άλκιμος νέος υπηρέτησε επάξια το χρέος του. Προσέφερε θυσία το αίμα του για να εκτιμηθεί και να καταξιωθεί από τις μελλοντικές γενιές των Eλλήνων της Κύπρου. Τούτο το παλικάρι αγκυροβόλησε τα όνειρά του και τη ζωή του μέσα στο πέλαγος της λευτεριάς. Και ουδέποτε λύγισε. Ουδέποτε παρέκκλινε από το δρόμο του, για να αφήσει στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 την ψυχή του Αιώνιο Μήνυμα σε όλους τους Έλληνες.

ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ αποικιοκράτες έθεταν, με τον πιο προκλητικό κυνισμό, τα δικά τους συμφέροντα υπεράνω του δικαιώματος του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση. Δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τις πιο απάνθρωπες μεθόδους, όπως τους απαγχονισμούς, προκειμένου να εκβιάσουν τον κυπριακό λαό να αποδεχθεί «λύσεις» με τις οποίες θα κατοχυρωνόταν η στρατιωτική τους παρουσία στο νησί. Η Κύπρος ήταν (και είναι) κομβικό σημείο στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς της Βρετανίας.

Προβάλλεται η άποψη ότι ο Μακάριος συμπεριφέρθηκε μαξιμαλιστικά, όταν οι Βρετανοί πρότειναν σύνταγμα αυτοκυβέρνησης για ένα διάστημα, αφήνοντας αόριστη την προοπτική για πλήρη αυτοδιάθεση. Όμως τα γεγονότα διαψεύδουν αυτή την άποψη. Οι Βρετανοί προσέθεταν πάντοτε μια σημαντική «ουρά» στις προτάσεις τους για παραχώρηση αυτοκυβέρνησης αυτοδιάθεσης στην Κύπρο. Έθεταν ως προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θα επηρέαζε τα βρετανικά συμφέροντα. Ύστερα από την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από την αιγυπτιακή κυβέρνηση, ήταν φανερό ότι στα βρετανικάσυμφέροντα θα περιλαμβανόταν και η Κύπρος για πολλά χρόνια ακόμη, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης. Γι’ αυτό εξάλλου η Βρετανία διατηρεί μέχρι σήμερα στρατιωτικές βάσειςστην Κύπρο. Κάτι τέτοιο όμως έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ.

Τις πρωινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου 1956 οδηγήθηκαν στην αγχόνη τρία μέλη της ΕΟΚΑ, οι Μαυρομμάτης, Κουτσόφτας και Παναγίδης. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες προσπαθούσαν να κάμψουν τις αντιστάσεις του κυπριακού λαού, για τη «λύση» που μεθόδευαν, ύστερα από το ναυάγιο των συνομιλιώντου Μακάριου με τον κυβερνήτη Χάρντινγκ.

ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ αποικιοκράτες φάνηκαν αδίστακτοι. Για να τρομοκρατήσουν τον κυπριακό λαό και να αποδείξουνότι ήταν διατεθειμένοι να φτάσουν στα άκρα, για την πάταξη της εξέγερσης των Κυπρίων, οδήγησαν αγωνιστές της ΕΟΚΑ στην αγχόνη.

ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Λάρνακας της Λαπήθου, της επαρχίας Κερύνειας, στις 15 Νοεμβρίου 1932. Απαγχονίστηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στις 21 Σεπτεμβρίου 1956. Γονείς : Χριστόφορος και Ελένη Μαυρομμάτη
Αδέλφια : Μαρία, Ειρήνη, Κώστας.

Ο Στέλιος Μαυρομμάτης τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και την Εμπορική Σχολή Σαμουήλ στη Λευκωσία. Εργάστηκε για δυο χρόνια στον αγγλικό στρατό στο Σουέζ και στη συνέχεια εργαζόταν στο αγγλικό αεροδρόμιο Λευκωσίας ως γραφέας μέχρι τη σύλληψή του. Ήταν μέλος της επιτροπής των σωματείων ΣΕΚ και ΘΟΙ στο χωριό του, στην ίδρυση των οποίων πρωτοστάτησε ο πατέρας του.

Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ και πήρε μέρος σε επιχείρηση δολιοφθοράς εναντίον αεροπλάνων των Άγγλων. Συνέβαλε επίσης ουσιαστικά στη συλλογή των κυνηγετικών όπλων από ιδιώτες στην περιοχή Λευκωσίας. Έδρασε ιδιαίτερα στην περιοχή των οδών Λήδρας και Ονασαγόρου, την οποία οι Άγγλοι είχαν ονομάσει “μίλι του θανάτου”. Μεταξύ των συνεργατών του ήταν και ο ξάδελφός του Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Στενοί συνεργάτες του στη μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού, καθώς και στη φιλοξενία και φυγάδευση καταζητουμένων προσώπων ήταν και οι γονείς και τα αδέλφια του.

Σε μια ανεπιτυχή επίθεση του ιδίου και των δυο συναγωνιστών του εναντίον του Βρετανού σμηνία Νόρμαλ Άλφρεντ και του αεροπόρου Λώρενς Ληθ της βρετανικής βασιλικής αεροπορίας στην οδό Αγίου Παύλου στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας, ο Στέλιος Μαυρομμάτης ανακόπηκε κατά την αποχώρηση από Άγγλο κάτοικο της περιοχής και συνελήφθη από τους δυο Άγγλους αεροπόρους. Καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε μαζί με τους Ανδρέα Παναγίδη και Μιχαήλ Κουτσόφτα. Αξιοζήλευτο είναι το θάρρος με το οποίο αντιμετώπισε την εκτέλεσή του και το οποίο ο ίδιος περιγράφει στις δυο τελευταίες του επιστολές.
Σε έρευνες που έκαμαν Άγγλοι στρατιώτες στο πατρικό του σπίτι, μετά την εκτέλεσή του, εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός στρατιώτη πληγώνοντας την αδελφή του Μαρία στη σπονδυλική στήλη και καθηλώνοντάς την από τα 27 της χρόνια σε αναπηρική καρέκλα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓIΔHΣ
Εργάτης, παντρεμένος και πατέρας τριών μικρών παιδιών. Είναι συγκινητική, όσο λίγα κείμενα της περιόδου, η αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Γι’ αυτό παρατίθεται στο μεγαλύτερο μέρος της: «Aξιολάτpευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, Χαίρετε. Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη, 10 η ώρα βράδυ. Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Ίσως, όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα, εγώ να μην υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς. Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά και με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω, χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε, όπως το ονειρευόμουν… …Κι εσύ, πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα, σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά, τόσο πολύ, και για μένα. Και εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστής και το δικό μου όνομα. Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνει στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω, ένα χαμόγελο γλυκύ στολίζει τα χείλη μου, γιατί είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη μια αληθινή χαρά, γιατί είμαι υπερήφανος για σένα. Μη δώσεις καμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγγνώμη και συγχώρεση για ό, τι σου έφταιξα Γιαννούλα. …’Έχετε γεια, μια και για πάντα, αγαπημένες μου υπάρξεις. Με φιλιά και αγάπη, ο σύζυγος σου και ο αγαπητός σας πατέρας Ανδρέας Σ. Παναγίδης» Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Ανδρέας Παναγίδης, πατέρας τριών παιδιών , απαγχονιζόταν. Ηταν 22 χρονών …

ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΥΤΣΟΦΤΑΣ
Καταγόταν από το Παλαιομέτοχο, εργάτης στο επάγγελμα. Συνελήφθηκε στις 12 Ιουνίου 1956, με την κατηγορία ότι μαζί με τον Παναγίδη και τον Παρασκευά Χοιροπούλη πυροβόλησαν και σκότωσαν Βρετανό Σμηνία στο Α/Δ Λευκωσίας. Απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, μαζί με τον Παναγίδη, σε ηλικία 20 ετών· ο Χοιροπούλης, όντας μικρότερος των 18 ετών, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Τελευταία επίσκεψη στον Μιχαήλ Κουτσόφτα. Ο ήρωας έλεγε στους γεμάτους αγωνία συγγενείς του: «Εγώ είμαι υπερήφανος που πεθαίνω για την πατρίδα. Το ίδιο να είστε και εσείς και να μη μαραζώνετε…». Όσοι ήταν παρόντες, μαρτυρούν ότι έγινε ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ του μελλοθάνατου νέου και της τραγικής μητέρας του:
-Μάνα, αν είσαι Ελληνίδα, μην κλάψεις, γιατί ο γιος σου δεν είναι για κλάματα. Ο γιος σου τραβάει για τη δόξα και την τιμή.

Σκουπίζοντας τότε εκείνη τα δάκρυά της και συγκρατώντας την ανείπωτη οδύνη της, του λέει:

– Είμαι υπερήφανη για σένα γιε μου. Σε γέννησα για την πατρίδα και σε δίνω στην πατρίδα».

Ο Αντρέας Παναγίδης βλέπει τον συναγωνιστή του Παρασκευά Χοιροπούλη, που πήγε να τον αποχαιρετήσει, και του λέει: «Θέλω να πεις ότι δεν χάσαμε το θάρρος μας, αλλά βαδίσαμε με το κεφάλι ψηλά προς την αγχόνην, διότι η Ελευθερία χρειάζεται θυσίας. Δεν θα δω την Κύπρον ελεύθερη, αλλά προσέφερα το αίμα μου για να την δουν οι νέες γενεές της Κύπρου ελεύθερη».

Στον αδελφό του γράφει: «Περιμένουμε την ημέρα της εκτελέσεως σαν άγια ώρα της ελευθερίας. Μάθε ακόμα ότι ο Ζάκος και οι άλλοι πέθαναν με υπερηφάνεια. Τραγουδούσαν μισή ώρα πριν να εκτελεσθούν και τη ώρα της εκτελέσεως φώναζαν υπέρ της Ελευθερίας».

Η αντίδραση των τριών αγωνιστών στην καταδικαστική απόφαση

Αν οι τρεις αγωνιστές επέδειξαν ανδρεία, θάρρος και αποφασιστικότητα κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της αποστολής που τους ανέθεσε η ΕΟΚΑ, κατά την ανάγνωση της απόφασης του Δικαστηρίου που διάταζε το θάνατο για τους δυο και την ισόβια κάθειρξη για το Χοιροπούλη, οι τρεις αγωνιστές υπερέβησαν κάθε τι το ανθρώπινο. Όχι μόνο δεν πτοήθηκαν από την καταδικαστική απόφαση αλλά αντίθετα επέδειξαν υπέρμετρο θάρρος και αντρεία, έννοιες που εκείνη τη στιγμή ξέφυγαν από την ανθρώπινη σημασία τους και πέρασαν σε άλλη σφαίρα.
Η καταδίκη τους σε θάνατο, όχι μόνο δεν ήταν γι’ αυτούς κάτι το τρομακτικό, αλλά αντίθετα, ήταν μια ευκαιρία για να απελευθερωθεί η ψυχή τους, η οποία ήταν σκλαβωμένη μέσα στο σώμα τους, κατά τον ίδιο τρόπο που ήθελαν και η μικρή πατρίδα τους, η Κύπρος, που ήταν υπόδουλη, να απελευθερωθεί από τους Άγγλους κατακτητές.
Συνεπώς, ήταν φυσικό απ’ αυτή την άποψη να μην επιδείξουν ούτε ίχνος δειλίας κατά την ανάγνωση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, επειδή ακριβώς οι τρεις αγωνιστές είχαν ξεπεράσει το φόβο του θανάτου.

Πριν ο Ειδικός δικαστής  διαβάσει την απόφασή του είπε ότι βρίσκει όλους τους κατηγορούμενους ένοχους και πρόσθεσε στη συνέχεια ότι κανένας από τους κατηγορούμενους δεν έχει καταδικαστεί προηγουμένως και δεν υπάρχει τίποτα εναντίον τους.

Οι τρεις ήρωες απαγχονίστηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 και ώρα 0:45 π.μ..
«Ομιλών εκ μέρους όλων ο Στέλιος Μαυρομάτης είπε τα εξής: “Αισθανόμεθα απόλυτον γαλήνην, διότι είμεθα πεπεισμένοι ότι ο Θεός μας έχει ήδη συγχωρήσει και μας συμπαρίσταται. Ενθυμούμε θα τα λεχθέντα υπό του Θεανθρώπου ότι απήλλαξε τον άνθρωπον από τον φόβον του θανάτου και ότι δεν πρέπει να φοβήται κανείς οιανδήποτε περίστασιν, εάν χάνεται με το σώμα του, αφήνει όμως την ψυχήν του ενέπαφον”.

“Είμαι ευχαριστημένος διότι μου εδόθη η ευκαιρία να γνωρίζω την ημέραν του θανάτου μου και να ετοιμαστώ πλήρως διά να την αντιμετωπίσω. Η μόνη μου μελαγχο λική σκέψις είναι το μέλλον της οικογενείας μου και ιδιαιτέρως των δύο ανυπάνδρων αδελφών μου, πολύ περισσότερον μάλιστα που ο πατήρ μου είναι ήδη ηλικιωμένος. Λυπούμαι όταν σκέπτωμαι ότι ούτος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά εις τα γηρατεία του”» (Βλ. «Ο Φι λελεύθερος», 20.9.1956).

Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι Παναγίδης και Κουτσόφτας είπαν «ότι αντιμετωπίζουν με μεγάλην αταραξίαν την επικειμένην εκτέλεσίν των. Στο κάτω-κάτω, προσέθεσαν, κάθε άνθρωπος οφείλει την ψυχήν του εις τον Θεόν. Ο Παναγίδης ανεφέρθη με συγκίνησιν διά την σύζυγόν του και τα τέκνα του. Συναισθάνομαι πλήρως, είπεν, ότι είμαι οικογενειάρχης με σύζυγον και τρία ανήλικα παιδιά, τα οποία εγκαταλείπω τελείως απροστάτευτα και άνευ περιουσίας. Αλλά βαδίζω προς τον θάνατον βέβαιος ότι τόσον οι συγγενείς όσον και οι φίλοι μου και εν γένει οι συμπατριώται μου θα φροντίσουν τα….»(Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 20.9.1956).

Συγγενείς των μελλοθανάτων, μιλώντας στον «Φ» είπαν ότι «εύρον τους νέους εντελώς ψυχραίμους, ετοίμους να αντιμετωπίσουν τον θάνατο. Τον Μιχαήλ Κουτσόφταν εύρον οι οικείοι του ψάλλοντα θρησκευτικούς ύμνους και το “Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”. Μόλις αντίκρισε την σύζυγόν του Ευγενίαν, της είπε: Θέλω να σταθής ανταξία μου, δεν θέλω κλάματα και λύπες. Προς την μητέραν του Ελένην Κυριάκου Κουτσόφταν είπεν ότι ήλθε η ώρα διά να δείξη ότι είναι πραγματική Ελληνίς μητέρα. Πρέπει να ξέρετε ότι όταν θα βαδίζω εις την αγχόνην την νύχταν της Πέμπτης θα ψάλλω τον εθνικόν μας ύμνον. Εν συνεχεία συνέστησεν εις τους αδελφούς και αδελφάς του, Πέτρον, Κώσταν, Παρασκευούν και Ολυμπιάδα να παρηγορήσουν την μητέρα των. Αδέλφια μου, είπε, θα πάω να εύρω τον μακαρίτην πατέρα μας» (Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 20.9.1956).

Στα ρεπορτάζ ο «Φ» έδινε πλήρεις περιγραφές για τα τραγικά γεγονότα: «Η αγωνία και η συγκίνησις έφθασαν εις το κατακόρυφον κατά την 1ην μεταμεσονύκτιον ώραν, ότε, ως εγένετο αντιληπτόν, επλησίαζε η ώρα της εκτελέσεως. Την 1.3΄ μεταμεσονύκτιον ηκούσθη να ψάλλεται από εκατοντάδες πρόσωπα εντός των Φυλακών ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Ηκολούθησε σιγή διά μερικά δευτερόλεπτα. Την 1 ώραν και 4 λεπτά ηκούσθησαν φωναί: ‘Ο Θεός Μαζί σας. Αντίο παιδιά. Είσθε αθάνατοι’, που εγέμισαν τον αέρα. Έν λεπτόν αργότερον, εν μέσω μιας μικράς μεν αλλά κατανυκτικής σιωπής, εκατοντάδες προσώπων έψαλον το ‘αιωνία η μνήμη’» (Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 23.9.1956).
Ο ιερέας των φυλακών αιδεσιμότατος Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου δήλωσε σε συντάκτη του «Φ» ότι όταν κοινώνησε τους μελλοθάνατους και τους έκανε το Άγιο Ευχέλαιο ήταν εντελώς ψύχραιμοι. «Την 12.45 μεταμεσονύκτιον οι 3 νεαροί ωδηγήθησαν εις την αγχόνην ενώ έψαλλον ζωηρώς τον Εθνικόν Ύμνον. Την στιγμήν που θα εξετελούντο ηκούσθησαν εκ του δωματίου της αγχόνης διάφορα συνθήματα, τα οποία ούτοι εκραύγαζαν. Περί την 2αν πρωινήν ωδηγήθην πλησίον του δωματίου της αγχόνης, όπου είδον 3 φέρετρα. Ετράβηξα τα σκεπάσματά των και αντίκρυσα τους τρεις εκτελεσθέντας νεκρούς, έσκυψα και τους φίλησα. Τα πρόσωπά των ήσαν ήρεμα. Μετά τους έψαλλα την νεκρώσιμον ακολουθίαν. Τέλον, μετεφέρθην διά του ιδίου οχήματος εις την οικίαν μου. Κατά την διάρκειαν της νεκρωσίμου ακολουθίας παρίσταντο και οι κ.κ. Άιρον και Άκερς» (Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 23.9.1956).

Οι τρεις εκτελεσθέντες ετάφησαν στο Κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών, δίπλα από τους τάφους των Μιχαλάκη Καραολή, Ανδρέα Δημητρίου, Ανδρέα Ζάκου, Ιάκωβου Πατάτσου και Χαρίλαου Μιχαήλ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου