Για σου, φίλε!

Για σου, φίλε!
Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι και τα χειραγωγημένα από το Σύστημα ανθρωπόμορφα ζόμπι νομίζουν ότι τα κόμματα, οι οργανώσεις, τα κανάλια και οι εφημερίδες διαφέρουν ένα από το άλλο. Διαφέρουν μόνο στην ονομασία και όχι στην ουσία. Ξεγυμνώστε τους και θα δείτε ότι είναι σαν δίδυμα αδέλφια. Γεννήθηκαν από την ίδια μάνα – την ιουδαϊκή ιδεολογία, έχουν τον ίδιο πατέρα – το ιουδαϊκό χρήμα. Γ’ αυτό δεν είναι ανάγκη να καταναλώνουμε την γουρουνοτροφή που μας πασάρουν τα κόμματα και τα ΜουΜου«Ε».... ...Ξυπνάμε, σκουπίζουμε τα μάτια μας, σηκωνόμαστε από τα γόνατα, πετάμε τις αλυσίδες μας και ορθώνουμε το ανάστημα. ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ Η ΝΑ ΣΕΡΝΟΜΑΣΤΕ ;

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Σκοτώθηκε ἢ δολοφονήθηκε ὁ Καραϊσκάκης;


Προσωπικῶς ἔχω ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα ἐδῶ καὶ χρόνια. Καλὸ ὅμως εἶναι νὰ μοιραζόμαστε τὶς σκέψεις μας.

Εἶναι σημαντικὸ νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ ἐχθρός συνήθως εἶναι δίπλα μας. Οἱ Κερκόπορτες ἀνοίγουν ἀπὸ μέσα συνήθως… Τοὐλάχιστον στὴν δική μας ἱστορία. 

Γιὰ ἐτοῦτο καὶ τώρα, παρὰ τοῦ γεγονότος πὼς ἔχουμε γεμίσει ἐφιᾶλτες, προσέχουμε. Ἐτούτην τὴν μάχη θὰ τὴν κερδίσουμε μὲ κάθε τρόπο. Δὲν ἔχουμε περιθώρια..

Φιλονόη.

ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ Ή ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ;


ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ Ή ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ
Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ;
Δημήτρη Φωτιάδη

    ΑΠΟ πολλά τώρα χρόνια με τραβούσε η καταπληχτικιά μορφή του Γιου της Καλογριάς. Πολλές φορές έλεγα ν’ αρχίσω να γράφω τη ζωή του και πάλι το ξαποφάσιζα. Οι πιότεροι δισταγμοί μου είχαν αιτία, πως δε μπορούσα ναδώσω μια ξεκάθαρη απάντηση σε τούτο το πρόβλημα: Ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε : Τώρα είμαι κ’ εγώ σίγουρος, όπως κι ο Βλαχογιάννης, πως το βόλι που του πήρε τη ζωή δε ρίχτηκε από τούρκικο, μ’ από δολοφονικό χέρι. Αυτή όμως η γνώμη μας δε φτάνει, βέβαια, στον αναγνώστη. Γι’ αυτό και θ’ ανιστορήσουμε, με κάθε λεπτο­μέρεια, το πως χτυπήθηκε.

Χαραχτηριστικό στέκεται πως κανείς άπ’ όσους γράψανε για τα περι­στατικά όπου πληγώθηκε ο Καραϊσκάκης δε συμφωνάει ο ένας με τον άλλον. Τούτο φανερώνει πως κάτι έτρεξε. Για να πάρουμε μια ιδέα στα­χυολογούμε μερικές αφηγήσεις, που οι περισσότερες είναι από ανθρώ­πους που είταν στο στρατόπεδο τού Πειραιά όταν λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης.

Ο Δ. Αινιάνας λέει πως ο Κιουταχής έστειλε ενάντια στον Καραϊσκάκη όλο το ιππικό του : «Oι περί τον Καραϊσκάκη λοιπόν μη δυνάμενο ν’ ανθέξουν εις τοσούτον ανωτέραν δύναμιν τρέπονται εις φυγήν1 ο δε Καραϊσκάκης μένων ύστερος εις την αναχώρησιν δια να ενθαρρύνη και τους λοιπούς και να μην αφήση να γένη επιβλαβής η καταδίωξις, πληγώνεται και πίπτει από τον ίππον του˙ αλλά την αυτήν στιγμήν αναλαμβά­νει πάλιν τας δυνάμεις του, ανεβαίνει εις τον ίππον του και διαμένει ενθαρρύνων το ιππικόν εις το να περιμένη και βοηθή τους πεζούς οπισθοδρομούντας».2 Και παρακάτω γράφει: «Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερεν εις αυτούς (τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και τον Γαρδικιώτη Γρίβα) ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνωνότι εγνώριζεν τον αί­τιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».3

Ο Αινιάνας τύπωσε τη βιογραφία τού Καραϊσκάκη το 1833 στη Χαλ­κίδα. Την εποχή εκείνη είταν ξανά παντοδύναμος ο Μαυροκορδάτος και θα το συλλογίστηκε πολύ να μνημονέψει, ακόμα και μ’ αυτόν τον τρόπο, τα όσα είπε ο ετοιμοθάνατος ήρωας πως σκοτώθηκε από δικό μας κι όχι από τούρκο.

Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης μας δίνει μια ολότελα διαφορετική περι­γραφή : «Ήδη δε ακούσας τον ανωτέρω ακροβολισμόν και μαθών ότι έλαβε μέρος εις αυτόν και ο Νικήτας, έδραμεν έφιππος και περί το τέλος της σκηνής έφθασεν εκείσε. Τότε δε δύο Τούρκοι γνωρίσαντες τον Καραϊσκάκην από τους δουλαμάδας του εξήλθον της μάνδρας και ενεδρεύσαντες δεξιά προς την θάλασσαν, ένθα κείται μικρόν τι κτίριο και τι δένδρον, επυροβόλησαν κατ’ αυτού και τον επλήγωσαν κατά την γαστέρα»4


Είναι φανερό πως με την αφήγηση του ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γυρεύει ν’ αντικρούσει τις επίμονες φήμες, πως ο Καραϊσκάκης δολοφο­νήθηκε. Πρώτα άπ’ όλα οι τούρκοι ιδέα δεν είχανε πως λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης. Το μάθανε, όπως είπαμε, την άλλη μέρα απόναν αυτόμολο. Όσο για το δέντρο, που μοναχά αυτός το μνημονεύει, το βάζει για να δι­καιολογήσει το πως, ενώ ο Καραϊσκάκης είταν καβάλα σ’ άλογο, το βόλι είχε κατεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω.

Ο Παπαρρηγόπουλος ακολουθάει την αφήγηση του Αινιάνα,5 παρα­λείποντας όμως εκείνο το κομμάτι, που λέει πως ο Καραϊσκάκης είπε πως σκοτώθηκε από Έλληνα.

Ο Φίνλεϋ, πιστό τσιράκι τού Τσώρτς και τού Κόχραν, μιλάει όχι μονάχα με μνησικακία για τον Καραϊσκάκη, μα και με περιφρόνηση. Τον ονομάζει. . . «άτολμο αρχηγό»!6 Αυτή η κρίση του μας λέει περισσότερο από κάθε έπαινο.

Ο Μακρυγιάννης πάλι βεβαιώνει, πως χτυπήθηκε όταν είταν πια έτοιμος να φύγει: «Άναψε ο πόλεμος πολύ· ήρθε κι ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω «Σύρε οπίσου να πάψη ο πόλεμος ότι το βράδυ θα κινηθούμεν. — Μου λέγει, στάσου αυτού με τους ανθρώπους κι εγώ φεύγω». Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι εβαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάνω εκεί μαζευόμαστε, τηράμεν ήτανε βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνω εις τα φτενά. Μαζοχτήκαμε όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά˙ «Εγώ πεθαίνω, όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». 7

Κι ο Πούλος στο ημερολόγιό του: «Οι αρχηγοί ενωμένοι με την καβαλαρίαν εκτυπούντο και οι Έλληνες μαζί εκυνηγούσαν την Τούρκικην καβαλαρίαν. Εκεί επληγώθη ο Καραϊσκάκης στα νεφρά κακά».8

Ο Περραιβός πάλι μας δίνει μια ολότελα απίθανη εξιστόρηση: «Ενώ ο ήρωας ίσταται έφιππος επί τινά μικρόν γαιόλοφον προπαρασκευάζων τα όπλα δια προσβολήν, γνωρίζεται παρά τίνος ιππέως Οθωμανού, όστις καταβάς εκ του ίππου διευθύνει κατ’ εκείνου το όπλον, ρίξας ευστόχως την σφαίραν τραυματίζει καιρίως μεταξύ υπογαστρίου και βουβώνος το φόβητρον των Οθωμανών, και Ελλήνων το περιτείχισμα».9 Αν τα πράματα γίνηκαν έτσι, όπως τα λέει ο Περραιβός, τότες το βόλι έπρεπε να τον είχε χτυπήσει από τα κάτω προς τα πάνω, ένώ, καθώς βεβαίωσαν οι για­τροί, είχε ολότελα αντίθετη φόρα.

Ο Ζαμπέλιος στον πρόλογο της τραγωδίας του «Γεώργιος Καραϊ­σκάκης» γράφει: «Την προτερσίαν τού θανάτου του έδραμον εις την Σκηνήν αυτού10πολλοί στρατηγοί, εξ ων και ο Χριστόδουλος Χ. Πέτρου και ο Γαρδικιώτης Γρίβας ζητούντες πολυειδώς να τον βεβαιώσωσιν ότι η πληγή του δεν ήτο κινδυνώδης. Άλλ’ ο Ήρως τοις απεκρίθη τα ακόλουθα αυτολεξεί. «Γνωρίζω από πληγαίς και δεν είναι η πρώτη φορά οπού ελαβώθην. Δεν με μέλλει, βαστάτε μονάχα στα ταμπούρια να μη σάς πνί­ξουν οι Τούρκοι. Αύριον αν ήμαι ζωντανός ακόμηελάτε να σάς πω ένα μυστικόν αν ξεψυχήσω, ελάτε να με θάψετε με τα χέρια σας εσείς οι ίδιοι, με τους οποίους τόσαις φοραίς ενίκησα τον εχθρόν». Κι ο Ζαμπέλιος σε υποσημείωση λέει: «Όποιον μυστικόν ήτον τούτο δεν γνωρίζει κανείς, διότι ο θάνατος επρόλαβε να θερίση την ζωήν τού Ήρωος. Αλλά τις αμφιβάλλει, ότι θα υπέκρυπτε μέγα τι και ενδιαφέρον το μυστικόν τούτο, το οποίον όμως παρεξηγήθη κατά δυστυχίαν τόσον ανοήτως από τινάς Κάλχαντας τού αιώνος μας!» Μ’ άλλα λόγια, ο Ζαμπέλιος παραδέχεται πως ο Καραϊσκάκης πήρε στον τάφο του ένα μεγάλο μυστικό, που παρε­ξηγήθηκε όμως από τους «Κάλχαντας τού αίώνος μας» πως δολοφονήθη­κε από Έλληνα. Για ν’ αναγκαστεί ο Ζαμπέλιος, όταν το 1844 τύπωσε την τραγωδία του, ν’ αντικρούσει την κατηγορία αυτή, θα πει πως οι σχε­τικές φήμες θάταν πάρα πολλές.

Ένα μονάχα χρόνο έπειτα από το θάνατο τού Καραϊσκάκη, ο Γ. Ναύτης τύπωσε το 1828 στο Λιβόρνο της Ιταλίας μια πεντάπραχτη τρα­γωδία με τον τίτλο «Ο θάνατος τού Καραϊσκάκη». Σ’ αυτή λέει πως ο θάνατος τού ήρωα είταν τ’ αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας, που γίνηκε στο στρατόπεδο τού Πειραιά από λόγους προσωπικής φιλοδοξίας. Χαραχτηριστικό στέκεται πως τα πρόσωπα της τραγωδίας του, εξόν από τον Καραϊσκάκη, τα κρύβει κάτω από αρχαϊκά ονόματα, όπως Ευθύφρων, Καλλίμαχος. Φιλοπόλεμος, Μεγασθένης, Επίδρομος κτλ.

Και τώρα ερχόμαστε στη μαρτυρία του Κασομούλη, που είναι η πιο σημαντική άπ’ όλες. Μα πριν δυο λόγια για το συγγραφέα των «Στρατιωτικών Ενθυμημάτων». Η μεγάλη αρετή του στέκεται η αντικειμενικό­τητά του. Γυρεύει, πιότερο από κάθε άλλον απομνηματογράφο τού Εικοσιένα, να εξακριβώσει το καθετί που ανιστοράει και δε διστάζει να φα­νερώσει ακόμα και τις δικές του αδυναμίες. Σπάνια κάνει λάθος σε ημερομηνίες, ονόματα, περιγραφές. Να λοιπόν πως ανιστοράει τα περιστα­τικά όπου λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης:

«Έφτασε το ιππικόν τού Κιουταχή˙ εσυναθροίσθη και το εδικόν μας περί τον Αρχηγόν άρχισεν ο πόλεμος να γίνεται πεισματώδης και επί­σημος. Προχωρεί ο Αρχηγός με το ιππικόν μας, βοηθούμενος από το πεζικόν, διαβαίνει αναμεταξύ τού οχυρώματος τού Γκέντζιαγα και ενός άλλου όπου είχον οι Τούρκοι εις την εκβολήν τού Κηφισού, πλησίον — και ήσαν κ’ εκεί έως 500 — και διώκει το ιππικόν τού εχθρού. Εις την υποχώρησιν τού εχθρικού ιππικού και εις την δίωξίν των από τους εδικούς μας, και εις τας εξελίξεις τού ιππικού, επληγώθη εν τω μέσω των  ο Αρχηγός, κατά 4 μ.μ., σχεδόν το δειλινόν, όστις καταβάς τού ίππου του. Αμέσως συνήλθεν, και ιππεύσας επέστρεψεν έως την θέσιν όπου έγινεν το μνήμα του και εκατέβη».11

Αυτή στέκεται η πιο σωστή αφήγηση άπ’ όλες.

Ο Κασομούλης αφού μας βεβαιώσει, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πως ο Καραϊσκάκης είπε στον Χατζηπέτρο και τον Γαρδικιώτη πως δολοφονήθηκε, να τι γράφει: «Όσον και αν εξετάσαμεν έπειτα, και έως τώρα ακόμη, περί της υποψίας αυτής, εάν επληγώθη από Έλληνανως υπώπτευεν, δεν εδυνήθημεν να ξεσκεπάσωμεν τίποτες. Μας είπαν ότι ένας Χιμαριώτης Κώστας Στρατής, όστις ήτον με τον Τζιαβέλαν πιστώτερος, εξωμολογήθη εις τον θάνατόν του ότι, χωρίς να θέλη, επάνω εις την περιστροφήν,12 έρριξεν προς τους εχθρούς και εύρεν τούτον. Δεν είναι αληθινόν όμως, διότι τού Κίτζιου οι άνθρωποι ήτον όλοι πεζοί, καθώς και όλοι οι αρχηγοί, διότι εκίνησαν έξαφνα. Αυτός (ο Καραϊσκάκης) ήτον ιππεύς, η θέσις τού πολέμου ήτον επίπεδος, χωρίς το παραμικρόν ύψωμα χώμα­τος˙ την πληγήν την έλαβεν ιππεύς καιδιευθύνετο από πάνω προς το κάτω. Ώστε η φύσις της ήτον τοιαύτη, οπού ο κτυπήσας αυτόν άφευκτο ήτον εις υψηλότερον μέρος. Αν υποθέσωμεν ότι ήτον από τους ιππείς μας, τούτο ήτον αδύνατον διότι όλοι οι ιππείς μας τον ελάτρευον ως θεόν, δια τας πολλάς περιποιήσεις οπού τους έκαμνεν. Η ιδέα του όμως προήρχετο από τας υποψίας τας οποίας, ή από την ασθένειάν του εκείνηςς της ημέρας, ή από φλόγωσιν της πληγής, αύξανεν αυτάς καθώς εκ πείρας γνωρίζομεν όλοι ότι, εις τοιαύτας περιστάσεις, όλα τα κακά έρχονται εις τον λογισμόν μας». 13

Άπ’ όσα γράφει ο Κασομούλης βγαίνουν τούτα δω τα σημαντικά:

1. Η υποψία πως τόνε σκότωσε δικός μας δεν πέρασε μονάχα από το νου τού ετοιμοθάνατου Καραϊσκάκη, μα το ίδιο σκέφτηκαν και τα παληκάρια του και γι αυτό πολλές εκδοχές και φήμες κυκλοφόρησαν.

2Μια και το μέρος όπου λαβώθηκε είταν ίσιωμα, αυτός απάνω σ’ άλογο και το βόλι είχε διεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω, δε μπορεί να χτυπήθηκε παρά μονάχα από καβαλάρη. Μας το βεβαιώνει αυτό κι ο Βλαχογιάννης: «. . . Λοιπόν θα χτυπήθηκε από έφιππο, που ανασηκώθηκε στις σκάλες τού άλογου του».14

3. Ο Κασομούλης λέει πως αν κ’ είταν περιτριγυρισμένος από παν­τού από τους δικούς μας καβαλάρηδες, δε γίνεται να τόνε σκότωσε κά­ποιος άπ’ αυτούς, γιατί «όλοι οι ιππείς μας τον ελάτρευον ως θεόν». Σω­στό. Μα μπορούσε, μια χαρά, ανάμεσα σ’ αυτούς νάταν ένας σκάρτος που τον αγοράσανε με χρήμα. Κ’ έπειτα στην καβαλαρία που βρισκόταν στον Πειραιά δεν υπηρετούσαν μονάχα Έλληνες, μα και ξένοι, όπως ο Πορτογάλος Αλμέϊντα επιστήθιος φίλος τού Φαβιέρου κι αρχηγός μιας από τις δυο ίλες τού ιππικού.

4. Η πληροφορία για την εξομολόγηση που έκανε κάποιος Χιμαριώτης, Κώστας Στρατής, πως αυτός κατά λάθος τόνε χτύπησε κι αν ακόμα, για τους λόγους που αναφέρνει ο Κασομούλης δεν είναι σωστή, μας φα­νερώνει πόσο ριζωμένη είταν η γνώμη πως ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε από δικό μας.

5. Ο Καραϊσκάκης λαβώθηκε όταν η τούρκικια καβαλαρία έφευγε κι αυτός βρισκόταν όχι στην πρώτη γραμμή, μα στη μέση της δικιάς μας. Αν λοιπόν χτυπήθηκε από Τούρκο καβαλάρη, τότες, εξ αιτίας της από­στασης, το βόλι δε μπορούσε νάχει την έντονη από τα πάνω προς τα κάτω διεύθυνση.

6. Ο Κασομούλης μας λέει πως oι υποψίες που σχημάτισε ο Καραϊ­σκάκης πως χτυπήθηκε από δικό μας, αυξήθηκαν από την «φλόγωσιν της πληγής του». Μα τότες, αν η τρομερή κατηγορία τού ετοιμοθάνατου ήρωα είταν γέννημα πυρετικής φαντασίας, δε θα δίσταζε να ονομάσει και το πρόσωπο που υποπτευόταν, ενώ αρνιέται να το κάνει. Προτιμάει να πά­ρει το μυστικό στον τάφο του, παρά να βλάψει τον αγώνα. Μοναχά αν ζήσω, τους λέει, θα σάς πω ποιος είναι ο αίτιος και τότες παίρνουμε εκ­δίκηση άπ’ αυτόν. Τούτα τα λόγια του φανερώνουν, αντίθετα, πόσο κα­θάριος είταν ο νους του όταν ξεστόμιζε την κατηγορία της δολοφονίας.

Ποιο είναι το συμπέρασμα άπ’ όλ’ αυτά ; Θα το βγάλουμε στο κε­φάλαιο που ακολουθεί.

Το καταχθόνιο παιχνίδι

Ο ΒΛΑΧΟΠΑΝΝΗΣ, στη βιογραφική αρχειακή μελέτη του  για τον Καραϊσκάκη, γράφει: «Τριγύρω στο στρατόπεδο και γύρω στη σκηνή τού πολεμάρχου νικητή παίχτηκε καταχθόνιο παιχνίδι, που είχε τέλος τραγικό του στρατοπέδου την καταστροφή και του στρατηγού το θάνατο. Η τραγωδία αυτή θα φανεί στον τόπο που της πρέπει και διάπλατα θ’ αφηγηθεί».15 Κι αλλού : «Ο Μαυροκορδάτος μετά τη δίκη του Καραϊσκάκη δεν επεθύμησε μονάχα το θάνατο του, δεν τον κήρυξε μονάχα χρήσιμο στο συμφέρο της πατρίδας, αλλά και ωργάνωσε καταχτόνιο σχέδιο για το θάνατό του. Η απόδειξη θα φανεί εκεί που πρέπει». 16 Κι ακόμα: «. . . Και γι’ αυτό άμα έπεφτε (ο Μαυροκορδάτος) απάνω σ’ άνθρωπο ανυπόταχτο κι ανίκανο να πέσει και να προσκυνήσει, έχανε τα λογικά του και γινό­ταν άξιος ακόμα και του φόνου το μεγάλο κακό να βάλει εμπρός και να τελέψει, καθώς τόκανε με τον άτυχο Καραϊσκάκη». 17
Καθώς βλέπουμε ο ακούραστος ερευνητής, που όλη τη ζωή του μά­ζευε έγγραφα και πληροφορίες για τον Καραϊσκάκη είναι σίγουρος πως δε σκοτώθηκε από εχθρικό βόλι ο ήρωάς μας, μα δολοφονήθηκε. Κ’ έχει δίκιο. Στο μόνο που δε συμφωνάμε μαζί του είναι, πως ο φόνος του στά­θηκε έργο μοναχά του Μαυροκορδάτου. Και να γιατί :

Ο Κόχραν κι ο Τσώρτς, μέσα στις λίγες μέρες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη ν’ αντι­σταθεί στα σχέδια τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει είταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απε­λευθερωτικού κινήματος στο Μοριά, για νάχει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργόταν κάτω από τον από­λυτο έλεγχο της. Με το πέσιμο του Μεσολογγίου το 1826, που η κυβέρ­νηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου τάφησε ξεπίτηδες αβοήθητο18 τόχε πετύχει. Μα να που ο αγράμματος κι αρρωστιάρης αυτός καπετάνιος σήκωσε, με μια χούντα γυμνούς και πεινασμένους αγωνιστές, πάλι στ’ άρ­ματα τη Ρούμελη. Και σα να μην έφτανε τούτο το κακό, που χάλαγε τα σχέδια των Εγγλέζων, τώρα. Ο ίδιος αυτός «παράξενος» πολεμάρχης, πάγαινε να καταστρέψει τον Κιουταχή και να ελευθερώσει ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, το ελληνικό στράτευμα του Πειραιά να νικηθεί και το στρατόπεδο να σκορπίσει.

Το μέγα όμως ε­μπόδιο στεκόταν πάλι ο Καραϊσκάκης. Όσο κι αν αντέδρασαν ο Κόχραν κι ο Τσώρτς στο σωστό σχέδιό του, που θ’ ανάγκαζε τον Κιουταχή να παρατήσει την πολιορκία της Αθήνας και να φύγει, φοβόνταν πως ίσως τούτος ο διαβολάνθρωπος, που τόσο λίγο τους λογάριαζε, να τα κατά­φερνε να σώσει την Αθήνα. Βγάλανε λοιπόν το συμπέρασμα, πως ο Κα­ραϊσκάκης είταν πολύ επικίνδυνος για τα συμφέροντα της Αγγλίας στη Μεσόγειο.Μήπως δεν είταν αυτός, που μαζί με τον Κολοκοτρώνη, πρω­τοστάτησε ναρθεί κυβερνήτης της Ελλάδας ο Καποδίστριας ; Έπρεπε να λείψει από τη μέση. Πρόθυμο βέβαια συνεργό στους εγκληματικούς σκο­πούς τους βρήκαν το θανάσιμο εχθρό του ήρωα,  τον Μαυροκορδάτο.

Η εχτέλεση του σατανικού τους σχεδίου αρχίζει πριν ακόμα φτάσουν στον Πειραιά, με τη στρατολογία πλερωμένων σωμάτων που θάταν αφοσιωμένα σ’ αυτούς, κάτω από τη διοίκηση του ανιψιού του Κόχραν συνταγματάρχηUrquhart. Ακολούθησε έπειτα τούτους εδώ τους δρόμους:

1) Τη θεατρική υπόσχεση του Κόχραν, όταν παράδωσε τη σημαία με την κουκουβάγια, για πλούσιες χρηματικές αμοιβές. Με τον τρόπο αυτόν γύ­ρεψε να πάρει μαζί του τους φουκαράδες αγωνιστές που δεν είχαν μήτε ένα παλιοτσάρουχο να φορέσουν,

2) Την επιμονή τού Κόχραν και του Τσώρτς να γίνει η επίθεση από το Παλιό Φάληρο, από το πιο ακατάλληλο δη­λαδή μέροςέτσι που ο ίδιος ο Καραϊσκάκης να οδηγήσει στη συμφορά το ελληνικό στράτευμα,

3) Την πρόκληση για σφαγή των κλεισμένων στο μοναστήρι οχτρών, με την ελπίδα πως οι Αρβανίτες θα σκότωναν τους όμηρους, που ένας άπ’ αυτούς είταν ο Καραϊσκάκης, και

4) Την υπονόμευση με κάθε τρόπο τού γοήτρου που είχε ο Καραϊσκάκης, κολακεύοντας φι­λοδοξίες κ’ εξαγοράζοντας συνειδήσεις. Και κάπως το πέτυχαν αυτό. Μπόρεσαν να μπλέξουν στα δίχτυα τους κάμποσους καπεταναίους, ακόμα κ’ ένα – δυο Ρουμελιώτες, όπως τον Ρούκη και τον Κοντογιάννη.
«Προ ημερών» γράφει ο Κασομούλης «ο Ν. Κοντογιάννης επαραπονείτο δια τον Αρχηγόν, ότι δεν μας προσέχει ούτε εις την τιμήν, ούτε εις την πρόβλεψιν, ότι και την δόξαν και όλα τα θέλει δια τον εαυτόν του, και ότι πρέπει να τον περιορίσωμεν να μη ελέγχη τους αξιωματικούς με τόσην αυθάδειαν και άλλα και ότι δεν έπρεπεν να καταδεχώμεθα να συρώμεθα από έναν μούλον».

— Και ποιον άλλον, τον ρωτάει ο Κασομούλης, έχουμε καλύτερο και πιο ντόμπρο;

—Έχουμε και μάλιστα άντρα οπού ξέρει καλά τον πόλεμο κ’ έχει και ντούπιες και μοιράζει, απαντάει ο Κοντογιάννης εννοώντας τον Τσώρτς.

— Που είναι οι ντούπιες; Δείξε μου καν πρώτος εσύ μια οπού τόνε γνώρισες και πήρες.

— Φτάνει να ενωθούμε, να γίνουμε ένα σώμα και σε βεβαιώνω πως θα πλερωνόμαστε ταχτικά.
Τούλεγε, μ’ άλλα λόγια, να τραβηχτούν από τον Καραϊσκάκη και ν’ αφοσιωθούνε στον Τσώρτς και τότες θα παίρνανε το δίχως άλλο λουφέ. Ο Κασομούλης, τίμιος αγωνιστής, τον αντισκόβει και τού αποκρίνεται:

— Παράτα με, καπετάν Νικολάκη! Αμ αρκετό καιρό μελέτησα τους χαραχτήρες όλων των οπλαρχηγών
 — κ’ εσύ δα τους ξέρεις. Ποιο καθαρόν άπ’ αυτόν δε βρήκα. Για τούτο ας δουλεύουμε όλοι κάτω από τις προσταγές του, κάτι να φτιάσουμε. Αυτός ούτε παιδιά μεγάλα έχει ούτε συγγενείς να κοιτάξει. Είναι μοναχός. Μούλος ξεμούλος, αυτός είναι που θα μας δείξει τον πόλεμο και την αληθινή δόξα. Από το τίποτα, δίχως κόμμα, δίχως βοήθεια μοναχά με την παληκαριά του και την καθαρή αγάπη του για την πατρίδα—μ’ όλα τα κυνηγήματα οπού τού κάναμε, όπως το ξέρεις κ’ ελόγου σου—έφτασε εκεί που έφτασε κι όπου ούτε έφτασε ούτε θα φτάσει άλλος!
Αφού δεν τον ξέκαναν οι Αρβανίτες, που τον είχαν όμηρο στα χέρια τους, δεν απόμενε άλλο παρά να τον ξεκάνουν πάνω στη μάχη, με το τόσο γνωστό μπαμπέσικο τρόπο. Το πράμα δε στεκόταν καθόλου δύ­σκολο, γιατί ο Καραϊσκάκης δεν είταν από τους αρχηγούς που μένανε πίσω, μα κινδύνευε πρώτος ανάμεσα στους πρώτους.

Το καταπληχτικό είναι πως ο Κολοκοτρώνης, ο έξοχος αυτός νους του Μορια, αν και βρισκόταν τόσο μακριά από τον τόπο που παιζόταν το δράμα, πρόβλεψε πως ο Καραϊσκάκης θα σκοτωνόταν! Να τι γράφει ο Φωτάκος: «Όταν δε είμεθα εκεί εις την Συνέλευσιν της Τροιζήνος, μιαν αυγήν ο Κολοκοτρώνης αμέσως εσηκώθη από τον ύπνον και άρχισε να βλασφημή και να προλέγη, ότι θα σκοτωθή ο Καραϊσκάκης και θα χαθή το Ελληνικόν στράτευμα˙ είπε δε αμέσως εις τον γραμματικόν του Ν. Δραγούμην, όστις τότε ευρέθει εκεί και ήτο νέος και ομοτράπεζός του, ο οποίος ευτυχώς ζη και επικαλούμεθα την μαρτυρίαν του, να γράψη γράμμα συμβουλευτικόν προς τον Καραϊσκάκην».
Ποιο στέκεται το συμπέρασμα άπ’ όλ’ αυτά; Μα τόχει βγάλει πια ο ίδιος ο αναγνώστης.

Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα κ’ εμπνευστές της σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσώρτς κι ο Μαυροκορδάτος.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Είναι ο μόνος που λέει πως πληγώθηκε όταν οι δικοί μας φεύγανε νικημένοι, ενώ όλοι οι άλλοι βεβαιώνουν πως χτυπήθηκε όταν κυνήγαγε νικητής τους Τούρκους.

2. Δ. Αινιάνα «Καραϊσκάκης», έκδ. Β.’, σ. 106.

3. Id. Σ. 107.

4. I. Θ. Κολοκοτρώνη «Ελληνικά Υπομνήματα», σ. 448.

5. Ολόκληρη η βιογραφία τού Παπαρρηγόπουλου για τον Καραϊσκάκη είναι σχεδόν πιστή αντιγραφή από τον Αινιάνα, χωρίς μάλιστα καν να τον αναφέρνει.

6. Γ. Φίνλεϋ «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», ελλ. Μετάφρ. Τ. Β’. , σ. 144.

7. Μακρυγιάννη op. Cit. Έκδ. Β’. , τ  α’. , σ. 318 ?. Αθηναϊκόν Αρχείον σ. 238.

8. Χρ. Περραιβού «Απομνημονεύματα πολεμικά», τ. Β . , σ. 145.

9. Ο Ζαμπέλιος κάνει το ίδιο λάθος με τον Σπυρ. Τρικούπη· νομίζει πως ο Καραϊσκάκης έπειτα που πληγώθηκε πήγε στη σκηνή του, ενώ, όπως είδαμε, τον ανέβασαν από το Τουρκολίμανο στη γολέτα «Σπαρτιάτης».

10.  Γ. Ζαμπέλιου «Γεώργιος Καραϊσκάκης», σ. Η’.

12. Τ’απότομο στριφογύρισμα τού άλογου του για να μπιστολίσει.

13. Κασομούλης op. Cit. Τ. Β’. , σ. 507.

14. Κασομούλης op. Cit. Τ. Β’. , σ. 508, σημ. 3.

15. Γ. Βλαχογιάννη «Καραϊσκάκης, βιογραφική αρχειακή μελέτη», σ. 14.

16. Id. Σ. 46. Ο Βλαχογιάννης δεν τέλειωσε τη μελέτη του, όπως τον πρόλαβε ο θάνατος. Έτσι, η υπόσχεση του ν’ αποδείξει πως ο Μαυροκορδάτος οργάνωσε το φόνο δεν πραγματοποιήθηκε.

17. Id. Σ. 46.

18. Βλέπε Σπυρομήλιου «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Με­σολογγίου», σ. 88, 91, 113 – 4 και 124. (ἀντιαιρετικὸς ἒγκόλπιον)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου